φελλένιος

φελλένιος
-α, -ο, Ν
φέλλινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φελλός + κατάλ. -ένιος (πρβλ. μαρμαρ-ένιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φελλένιος, -ια, -ιο — και φέλλινος, η, ο 1. αυτός που αποτελείται από φελλό, φελλώδης: Η τάπα του μπουκαλιού είναι φελλένια. 2. αυτός που είναι κατασκευασμένος από φελλό, φελλωτός: Φελλένιο τακούνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φέλλινος — η, ο / φέλλινος, ίνη, ον, ΝΑ αυτός που αποτελείται από φελλό νεοελλ. κατασκευασμένος από φελλό, φελλένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φελλός + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”